lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τεντώνω στα ρωσικά

Λέξη:
τεντώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
напрягать, напрячь
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τεντώνω, τεντώνω συνώνυμο, τεντώνω συνώνυμα, τεντώνω στα αγγλικα, τεντώνω στα ρωσικά, напрягать στα ελληνικά
τεντώνω στα ρωσικά