lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρώω στα ρωσικά

Λέξη:
τρώω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
есть, иметь, кушать, наесть, расхлебать, съесть, жрать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τρώω, τρώω τα νύχια μου, τρώω συνώνυμα, τρώω συνέχεια, τρώω ονειροκρίτης, τρώω ξύλο, τρώω στα ρωσικά, есть στα ελληνικά
τρώω στα ρωσικά