lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υιοθετώ στα ρωσικά

Λέξη:
υιοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
усыновить, воспринять, принимать, принять, соглашать, получать, приспособить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά υιοθετώ, υιοθετώ συνώνυμα, υιοθετώ μεταφραση, υιοθετώ αντώνυμο, υιοθετώ αντωνυμα, υιοθετώ αγγλικα, υιοθετώ στα ρωσικά, усыновить στα ελληνικά
υιοθετώ στα ρωσικά