lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σάρκα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blackbody, body, corpus, council, cut, flesh, meat, pulp, sorbet
σάρκα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
celek, dužina, dužnina, dřík, maso, podstata, sbor, soubor, trup, tělesnost, těleso, tělo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleisch, körper, leib, rumpf
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
korpus, krop, kød, legeme, materie, torso
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carne, cuerpo, pulpa, sólido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chair, charnu, corps, haché, pulpe, viagèrement, viande
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carne, corpo, polpa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hull, kjøtt, kjøttdeig, kjøttfarse, knøtt, korpus, kropp, legeme, materie, skrott
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
корпус, мякоть, мясо, плоть, тело
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hull, korpus, kropp, kött, lekamen, materie, skrott
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mish, trup
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корпус, месо, тяло
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мякаць, мяса, плоць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ihu, keha, liha
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keho, liha, ruho, ruumis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
meso, tijelo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
holttest, hús, test
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kūnas, liemuo, mėsa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carne, corpo, cueiro, polpa
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
carne, corp
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
telo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
mäso
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акція, біржовий, гомілка, запас, запаси, збірник, каркас, кашка, кодекс, корпус, лагідний, ніжний, опора, плоть, підпора, сировина, склад, тендітний, тіло, фонд, фонди, фондовий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ciało, miąższ, mięso

Σχετικές λέξεις

σάρκα με σάρκα, σάρκα στο ζώο, σάρκα και αίμα, σάρκα από τη σάρκα μου, σάρκα αφηγήσεισ, σάρκα και οστά, σάρκα πολυχρονάκης δημήτρης, σάρκα μία, σάρκα και ψυχή, σάρκα και αίμα ταινία