lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σαρκοβόρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
carnivorous, meat-eating
σαρκοβόρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
masožravý
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnívoro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carnassier, carnivore, zoophage
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøttetende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плотоядный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
köttätande
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
драпежны, насякомаедны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lihansyöjä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
húsevő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carnívoro
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mięsożerny