lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σαρώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
besom, brush, sweep
σαρώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mést, zametat, zamést
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fegen, kehren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
børste, feje, ferie, soppe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barrer, escobar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
balayer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ramazzare, scopare, spazzare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
børste, feie, sope
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заметать, подметать, сметать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borste, sopa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fshij
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
падмятаць, падфастрыгаваць, падшыць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pühkima
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakaista, pyyhkäistä
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
varrer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підмітати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zamiatać

Σχετικές λέξεις

σαρώνω ετυμολογία, σαρώνω συνωνυμα, σαρώνω βικιλεξικο, σαρώνω συνώνυμο