lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σκοπός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aim, aiming, ambition, cause, design, destination, end, goal, mark, object, objective, point, purpose, purposelessly, scope, target, targeting, tee
σκοπός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
branka, cíl, gól, konec, mez, mezník, objekt, objektiv, objektivní, plán, položka, smrt, smysl, terč, určení, záměr, zánik, úmysl, účel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestimmung, ende, funktion, objektiv, schluss, ziel, zielsetzung, zweck
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bestemmelse, ende, formål, hensigt, korn, mål, objektiv, sigte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
blanco, cima, fin, final, finalidad, función, intento, meta, mira, objetivo, objeto, paradero, propósito, término
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
buste, but, cible, compte, objectif, terme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bersaglio, chiusura, disegno, fine, goal, gol, meta, mira, obiettivo, oggettivo, porta, progetto, proposito, scopo, segno, traguardo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestemmelse, formål, forsett, funksjon, hensikt, intensjon, korn, mål, objektiv, poeng, sikte, skyteskive, slutt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конец, мишень, объективный, цель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hensikt, korn, mål, målsättning, syfte, ändamål
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fund, nishan, qëllim, shenjë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
край
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
иметь, цэль
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
eesmärk, lõpp, otstarve, siht, sihtmärk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ampumataulu, loppu, maali, päämäärä, tarkoitus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cilj, kraj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cél, célpont, gól, tárgy, tárgyi
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
taikinys, tikslas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvo, fim, final, finalidade, funciona, função, intento, intenção, meta, mira, propósito, término
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
capăt, gol, obiectiv, scop, ţintă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
cilj, konec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амбіція, ворота, відзначати, відзначити, відмітити, відмічати, відтиск, гол, задача, заперечити, заперечувати, знак, котеня, куди, марка, межа, мета, мету, мітка, мішень, намагання, намір, ознака, оцінка, позначати, позначення, позначити, позначка, покажчик, помітити, помічати, прагнення, предмет, призначення, прикмета, прицільна, прицільний, річ, слід, суперечити, ціль, честолюбність, честолюбство, чинність, штамп, іменник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cel

Σχετικές λέξεις

σκοπός της εκπαίδευσης, σκοπός συνώνυμα, σκοπός της εργασίας, σκοπός πραγματοποίησης διδακτορικού, σκοπός του μαθητή, σκοπός vs στόχος, σκοπός στα λατινικά, σκοπός του γάμου, σκοπός του παγκόσμιου οργανισμού τουρισμού, σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια