lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναταραχή στα σουηδικά

Λέξη:
αναταραχή (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
affekt, oväsen, rörelse, sinnesrörelse, spänning, upphetsning, uppror, uppståndelse, alarm
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αναταραχή, αναταραχή φύλου, αναταραχή συνώνυμο, αναταραχή στις τράπεζες – καταθέτες τραβάνε χρήματα, αναταραχή αγγλικά, αναταραχή στα σουηδικά, affekt στα ελληνικά
αναταραχή στα σουηδικά