lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανόητος στα σουηδικά

Λέξη:
ανόητος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
absurd, dum, enfaldig, fånig, fåret, larvig, löjlig, meningslös, narraktig, orimlig, tokig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ανόητος, παλαιό ανόητος, ανόητος συνώνυμα, ανόητος στα αρχαία, ανόητος στα αγγλικά, ανόητος αγγλικά, ανόητος στα σουηδικά, absurd στα ελληνικά
ανόητος στα σουηδικά