lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάζω στα σουηδικά

Λέξη:
βάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
adoptera, använda, användande, använde, belägga, bidra, efterkomma, efterleva, förvalta, införa, nyttja, satsa, tillämpa, utnyttjande, vana
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βάζω, βάζω τόνους, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω τις λέξεις σε αλφαβητική σειρά, βάζω συνώνυμα, βάζω στόχους, βάζω στα σουηδικά, adoptera στα ελληνικά
βάζω στα σουηδικά