lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα σουηδικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
ont, orätt, överlast, skada, men, elak, onde, stygg
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα σουηδικά, ont στα ελληνικά
βλάπτω στα σουηδικά