lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδεξιότητα στα σουηδικά

Λέξη:
επιδεξιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
adress, adressera, duglighet, effektivitet, knep, kunnande, skicklighet, slug, träning, utanskrift, vana, verkan, övning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά επιδεξιότητα, επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα στα σουηδικά, adress στα ελληνικά
επιδεξιότητα στα σουηδικά