lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα σουηδικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
gilla, beprisa, berömma, erhålla, erkänna, instämma, mottaga, godkänna, sanktionera, tillstyrka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα σουηδικά, gilla στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα σουηδικά