θεσπέσιος στα αγγλικά θεσπέσιος στα τσεχική θεσπέσιος στα γερμανικά θεσπέσιος στα δανική θεσπέσιος στα ισπανικά θεσπέσιος στα γαλλικά θεσπέσιος στα ιταλικά θεσπέσιος στα νορβηγικά θεσπέσιος στα ρωσικά θεσπέσιος στα εσθονική θεσπέσιος στα φινλανδικά θεσπέσιος στα ουγγρική θεσπέσιος στα πορτογαλικά θεσπέσιος στα σλοβακική θεσπέσιος στα πολωνική
ραντίζω στα γαλλικά καθήκον στα ουκρανικά πενήντα στα εσθονική σταθερός στα πολωνική ασκητικός στα φινλανδικά