lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατάλυμα στα σουηδικά

Λέξη:
κατάλυμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (16):
bo, bolig, boning, bostad, fadd, flat, hem, hjelm, klanglös, kvarter, logi, lägenhet, nattlogi, platt, vistande, våning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κατάλυμα, κατάλυμμα ασημακοπουλοσ, κατάλυμα συνώνυμα, κατάλυμα σημασία, κατάλυμα ορισμόσ, κατάλυμα μετάφραση, κατάλυμα στα σουηδικά, bo στα ελληνικά
κατάλυμα στα σουηδικά