lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοινός στα σουηδικά

Λέξη:
κοινός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
alldaglig, banal, daglig, gemen, gemensam, låg, lönande, ordinär, samfälld, samhällelig, samhörig, sammanlagd, social, vanlig, vardaglig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κοινός, κοινός τόπος ψυχιατρικής νευροεπιστημών & επιστημών του ανθρώπου, κοινός τόπος νάουσα, κοινός τόπος facebook, κοινός τόπος, κοινός παρονομαστής master tempo stixoi, κοινός στα σουηδικά, alldaglig στα ελληνικά
κοινός στα σουηδικά