lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χαζός στα σουηδικά

Λέξη:
χαζός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
absurd, dum, enfaldig, fånig, fåret, larvig, löjlig, meningslös, narraktig, orimlig, tokig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά χαζός, χαζόσ συνώνυμα, χαζόσ ετυμολογία, χαζός άνθρωπος, συνωνυμο χαζός, είμαι χαζός, χαζός στα σουηδικά, absurd στα ελληνικά
χαζός στα σουηδικά