lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σπεσιαλιτέ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dedicated, department, especial, extra, particular, scoreboard, special, speciality, specialty
σπεσιαλιτέ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jednotlivost, jednotlivý, osobní, specialita, speciální, zvláštnost, zvláštní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abteilung, außergewöhnlich, besondere, sonder, spezial, spezialfach, spezialität, speziell, ungewöhnlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
afdeling, ekstra, særlig, særskilt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especial, especialidad, particular
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
particulier, partie, spécial, spécialité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apposito, compartimento, particolare, peculiare, speciale, specialità, specifico
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstra, spesialist, spesialitet, spesiell, særlig, særskilt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
особенный, особый, специальность, специальный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bransch, extra, specialitet, speciell, särskild
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
specialitet
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
спецыяльнасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
eriline
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erikoisala, erityinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poseban
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
sajátos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compartimento, especial, especialidade, oficio, particular, peculiar, próprio
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poseben
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вишикувати, вишикуватися, генеалогія, делікатес, зморшка, колія, лінія, обрис, особливість, риска, ряд, спеціальність, тягнутися, фах, черга
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
specjalność, specjalny

Σχετικές λέξεις

σπεσιαλιτέ άνδρου, σπεσιαλιτέ σίφνου, γαλλικέσ σπεσιαλιτέ, γερμανικές σπεσιαλιτέ, ελληνικές σπεσιαλιτέ, ιαπωνική σπεσιαλιτέ, κρητικές σπεσιαλιτέ, χριστουγεννιάτικες σπεσιαλιτέ