lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στέρηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deprivation, drop, forfeiture, loss, privation
στέρηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nedostatek, prodělek, prohra, pád, zbavení, ztráta, úbytek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausfall, einbuße, entbehrung, verlust
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tab, tap
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despojo, destitución, merma, privación, pérdida
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aphonie, discrédit, déchéance, défaveur, déperdition, perte, privation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perdita, scapito, smarrimento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tap
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лишение, падение, потеря, утрата
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlust
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
humbje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишение, падение
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
страта
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kaotus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hukka, häviö, menetys, tappio
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gubitak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
veszteség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
netektis, nuostoliai
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extravio, merca, perda, pereça
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вилом, втрата, збиток, пані, позбавлення, пошкодження, прогалина, пролом, промах, промахнутися, проміжок, пропускати, пропустити, утрата, щілина
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pozbawienie, utrata

Σχετικές λέξεις

στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, στέρηση προσωπικής ελευθερίας, στέρηση ύπνου, στέρηση νικοτίνης, στέρηση αλκοόλ, στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, στέρηση καρνέ επιταγών, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, υστέρηση αγγλικά, υστέρηση συνώνυμα