lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στήλη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
column, pier, pilaster, pillar, rubric, tower
στήλη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kolona, pilíř, rubrika, sloup, sloupec, sloupek, záhlaví
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
druckspalte, grundpfeiler, kolonne, kolumne, pfeiler, reihe, rubrik, spalte, säule, trebnitz
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kolonne, polare, spalt, spalte, sølle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apartado, columna, pilar, rúbrica
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avant-bec, colonne, dosseret, lopin, pied-droit, pile, pilier, placard, rubrique, trumeau
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colonna, pilastro, pilone, rubrica
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kolonne, pilar, polare, rubrikk, spalt, spalte, søyle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гранка, графа, колонка, колонна, рубрика, столбец
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kolonn, pelare, pilar, spalt, valv
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колона, рубрика
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
графа, калона, калонка, рубрыка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sammas
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pylväs, rivistö, sarake
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ablakköz, hangfal, oszlop, pillér, tartóoszlop, ívpillér
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colina, coluna, falange, pilar, rubrica
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
coloană
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pilier, stĺpec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вал, графа, держак, древко, діло, заголовок, зареєструвати, картотека, колона, колонка, назва, напилок, опора, папка, підшивка, реєструвати, рубрика, стовпчик, тека, файл, шеренга
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
filar, kolumna, rubryka, szpalta, łam

Σχετικές λέξεις

στήλη των όφεων, στήλη της ροζέτας, στήλη άλατος, στήλη βικιλεξικο, στήλη ντους, στήλη ενημέρωσης facebook, στήλη μπάνιου, στήλη υδρομασάζ, στήλη του κωνσταντίνου, στήλη υδραργύρου