lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στεγάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accommodate, billet
στεγάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ubytovat, umístit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einquartieren, einzuquartieren, festlegen, unterbringen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anbringe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acantonar, alojar, avecindarse, colocar, instalar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cantonner, installe, installer, loger, placer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accantonare, albergare, alloggiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anbringe, innkvartere, innlosjere, plassere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поместить, поселить, расквартировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlägga, inhysa, placera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
majoittaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
befektet, elhelyez, elhelyezkedik, elszállásolni, lakást
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acantonar, alojar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ulokować, zakwaterować

Σχετικές λέξεις

στεγάζω συνώνυμα, στεγάζω στα αγγλικά, στεγάζω αγγλικά, στεγάζω συνώνυμο