lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στενός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
close-fitting, closefitting, contracted, cramped, crowded, insular, narrow, poky, skin-tight, strait, stringent, tight, tight-fitting
στενός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lakomý, malý, omezený, přiléhavý, sevřený, skoupý, skrovný, stručný, stísněný, stěsnaný, těsný, utažený, úzkoprsý, úzký
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anliegend, dicht, eng, engstirnig, gedrängt, gering, klein, knapp, schmal
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
smal, stram, telt, trang, tæt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ajustado, angosto, apretado, chico, entallado, estrecho, exiguo, menudo, pequeño
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
collant, exigu, mesquin, mince, petit, rétréci, serré, étranglé, étroit
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aderente, angusto, magro, minuto, piccino, piccolo, ristretto, stretto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knapp, knepen, liten, smal, snever, stram, tett, tettsittende, trang
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маленький, небольшой, ничтожный, облегающий, обтянутый, плотный, тесен, тесный, узкий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knapp, knepen, smal, snäv, stram, tranig, trång, åtsittande
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тесен
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вузкi, гарох, маленький, цесны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tihe
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdas, ihonmyötäinen, kapea, pieni, tiukka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tijesan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
feszes, keskeny, kicsinyes, szoros, szűk, testhezálló
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
siauras, įtemptas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afogado, ajustado, apertado, estreado, estreito, pequeno
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ozek
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tesný, úzky
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
близький, близько, вузький, завершення, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, обмежений, тісний, убогий, інтимний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ciasny, obcisły, wąski

Σχετικές λέξεις

στενός δημόσιος τομέας, στενός κόλπος, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός δημόσιος τομέας ορισμός, στενός κορσές, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός γυναικείος κόλπος, στενός δακτύλιος, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα