lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στομάχι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abdomen, belly, gastric, gut, maw, paunch, stomach, tummy, underbelly
στομάχι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bachor, břicho, žaludek, žaludeční, život
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauch, gastrisch, leib, magen, unterlegscheibe, unterleib
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bug, bughule, buk, gastrisk, mage, mave, underliv, vom
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abdomen, barriga, empeine, estómago, gástrico, panza, tripa, vientre
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bas-ventre, bedaine, bedon, bide, bidę, estomac, fanal, feuillet, gastrique, gésier, hypogastre, jabot, panse, stomacal, ventre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addome, epa, gastrico, pancia, stomaco, ventre
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bakkropp, buk, gastrisk, mage, magesekk, mave, underliv, vom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брюхо, желудок, желудочный, живот, пузо
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bakkropp, buk, gastrisk, mage, underliv, vom
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bark, plëndës, stomak
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бруха, жалудок, жывот, жыццё, страўнік, страўнікавы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kõht
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maha, mahalaukku, vatsa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stomak, trbuh, želudac, želudačni
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyomor, has, potroh
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pilvas, skrandis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barriga, estômago, gástrico, tripa, ventre
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
abdomen
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
trebuh
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
brucho
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
живіт, пузо, складання, черево, шлунковий, шлунок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
brzuch, podbrzusze, żołądek, żołądkowy

Σχετικές λέξεις

στομάχι και αρρυθμίες, στομάχι και ταχυπαλμία, στομάχι αναγούλα, στομάχι πόνος, στομάχι και άγχος, στομάχι ανατομία, στομάχι παθήσεις, στομάχι και δύσπνοια, στομάχι ρέψιμο, στομάχι συμπτώματα