lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: στόμιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
face, jaw, jaws, kiss, kisser, lips, mouth, mouths, stoma, yawn
στόμιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
huba, hubička, jícen, líbat, morda, obličej, otvor, polibek, políbení, tlama, tvář, ústa, ústí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesichtchen, kuss, maul, mund, mäulchen, münder, mündung, rachen, schnabel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ansigt, gas, kys, kysse, mund, munding
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
besar, beso, boca, cara, rostro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baiser, bise, bouche, figure, frimousse, gueule, margoulette, minois
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
baciare, bacio, bocca, faccia, fauci
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansikt, gap, kysse, leppe, munn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
губы, мордашка, пасть, поцелуй, рот, рты, уста
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gap, mun
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fytyrë, gojë, puth
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
целувка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вусны, выпасці, здохнуць, легчы, паваліцца, рот, упасці
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
suu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasvot, kita, suu, suudella, suutelo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poljubac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ajak, száj
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
burna, bučinys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beijar, beijo, boca, cara, pesar, rosto, sucumbir
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
faţă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
usta
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ústa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вуста, паща, пащу, розтріскатися, розтріскуватися, рот, спускатися, спуститися, спустіться, тріщина, упасти, уста, утроба, хлопець
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
buzia, paszcza, usta

Σχετικές λέξεις

στόμιο λάρισας, στόμιο κορινθίας, στόμιο λάρισας διαμονή, στόμιο λάρισας χαρτης, στόμιο λάρισας ενοικιαζομενα, στόμιο λάρισας καμπινγκ, στόμιο κύμης, στόμιο λάρισας ξενοδοχεια, στόμιο κονίτσησ, στόμιο κίσσαβοσ