lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συλλέκτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collector, gatherer, picker
συλλέκτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
sběratel, sběrač
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sammler
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
samler
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coleccionista, recolector
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
collectionneur, glaneur, herborisateur, mégotier, ramasseur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collezionista, raccoglitore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samler
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коллекционер, собиратель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samlare
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keräilijä, kokooja
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyűjtő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coleccionista
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
colecţionar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kolekcjoner, zbieracz

Σχετικές λέξεις

συλλέκτης υγρασίας, συλλέκτης υγρασίας uhu, συλλέκτης οστών, συλλέκτης κοπράνων, συλλέκτης ηλιακού θερμοσίφωνα, συλλέκτης υγρασίας durostick watertrap, συλλέκτης επιλεκτικός, συλλέκτης κενού, συλλέκτης στιγμών, συλλέκτης σκόνης