lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συμμέτοχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attendee, competitor, contender, contestant, partaker, participant, participator, partner, party
συμμέτοχος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
frekventant, podílník, účastník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mitwirkender, teilhaber, teilnehmer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
deltager
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
copartícipe, cómplice, interesado, participante, partícipe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
participant, participante
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
partecipante
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deltager, felle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соучастник, участник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deltagare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesëmarrës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
участник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
удзельнік
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učesnik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
részes
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
participante
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
účastník
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вечір, вечірка, вступник, загін, партійний, партія, сторона, учасник, член
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uczestnik, współuczestnik

Σχετικές λέξεις

συμμέτοχος συνώνυμα