lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συμμαχικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
akin, allied, cousin, distant, kin, kinsman, relation, relative, sib
συμμαχικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
příbuzná, příbuzný, spojenecký, spojený, spřízněný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbündet, verwandt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
pårørende, sletning, slægtning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aliado, coligado, deudo, familiar, pariente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agnat, allié, cognât, parent, parente
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alleato, congiunto, parente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beslektet, frende, pårørende, slakting, slektning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родич, родственник, союзнический, союзный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anförvant, anhörig, frände, släkting
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
саюзны, сваяк
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittoutunut, sukulainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rođak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hozzátartozó, relatív, rokon
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aliado, carente, coligado, confederado, familiar, federal, parente
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відношення, залежність, родич, союзний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krewny, sojuszniczy

Σχετικές λέξεις

συμμαχικός πόλεμος, συμμαχικός αποκλεισμός