lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συμπατριώτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compatriot, countryman, fellow-citizen, fellow-countryman
συμπατριώτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krajan, rodák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
landsmann
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
landsmand, medborger
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
compatriota, conciudadano, paisano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compatriote, patelin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compatriota, connazionale, paesano
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landsmann, medborger
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
земляк, соотечественник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
landsman
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зямляк, суайчыннік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kaasmaalane
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
honfitárs
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compatriota, concidadania
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
krajan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співвітчизник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rodak, ziomek

Σχετικές λέξεις

συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης συνώνυμα