lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συναγωνίζομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compete, contend, contest, emulate, rival, vie
συναγωνίζομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
konkurovat, soupeřit, soutěžit, závodit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konkurrieren, rivalisieren, wetteifern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kappe, kappes, konkurrere, rivalisere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
competir, rivalizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concourir, rivaliser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
competere, concorrere, contendere, emulare, gareggiare, rivaleggiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kappe, kappes, konkurrere, rivalisere, tevle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соперничать, соревновать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rivalisera, tävla
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kilpailla, kilvoitella
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
competir, concorrer, rivalizar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rywalizować, współzawodniczyć

Σχετικές λέξεις

συναγωνίζομαι συνωνυμο