lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συσσώρευση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accumulation, agglomeration, assemblage, congeries, meeting, pile-up, pileup
συσσώρευση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aglomerace, hromada, hromadění, nahromadění, nakupení, seskupení, shluk, spékání
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
agglomerat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acumulación, aglomeración
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accumulation, agglomération, amas, amoncellement, cumulation, entassement, échafaudage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammassamento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
agglomerat
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
agglomerat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasa, kasaantuma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulação, aglomeração, amontoamento
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nagromadzenie

Σχετικές λέξεις

συσσώρευση κεφαλαίου, συσσώρευση συνώνυμο, συσσώρευση υγρού στην κοιλιακή χώρα, συσσώρευση λίπους στην κοιλιά, συσσώρευση αιμοπεταλίων, συσσώρευση κεφαλαίου και παγκοσμιοποίηση στην τουρκία διαχρονικά, συσσώρευση υγρού πίσω από το τύμπανο, συσσώρευση πλούτου, συσσώρευση αντώνυμο, συσσώρευση λίπους