lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: συχνός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
frequent, frequented, repeated, rife
συχνός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
běžný, hojný, obecný, obvyklý, početný, všeobecný, častý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häufig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hyppig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frecuente
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commun, courant, fréquent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frequente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hyppig, tett
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
част, частый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tät
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
часты
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sage
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
frekventan, čest
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyakori
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dažnas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
denso, frequente
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
густий, рясний, частий, щільний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
częsty

Σχετικές λέξεις

συχνός πονοκέφαλος, συχνός πυρετός, συχνός συνώνυμα, συχνός πονόλαιμος, συχνός πυρετός σε παιδιά, συχνόσ λόξυγγασ, συχνός βήχας, συχνός αγγλικά