lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σχάρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bar, barbecue, blank, check, crate, gingham, grate, grating, grid, gridiron, grill, grille, grizzly, hearth, lattice, latticework, trellis
σχάρα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kostka, mříž, mříže, mřížka, mřížovina, mřížoví, prut, příčka, rošt, tyčka, zábradlí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bratrost, feuerrost, gatter, gitter, karo, rost, schranke
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
galler, gitter, grill, rist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuadrícula, parilla, parrilla, reja, rejilla, verja
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barreau, carreau, carreaux, claie, garde-feu, gril, grillage, grille, herse, rondelle, sarrasine, treillage, treillis
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barra, ferro, grata, gratella, graticola, griglia, inferriata
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
galler, gitter, grill, komfyr, rist, ruta
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клеточка, решетка, решётка, сетка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
galler, gitter, rist, ruta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skarë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решетка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
võre
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arina, hila
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
roštilj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
rost, rostély, rács, rácskerítés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cancela, entravado, grade, reja
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висиджувати, висидіти, вішалка, грати, люк, полиця, підставка, решітка, стелаж, ґрати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krata, kratka, ruszt

Σχετικές λέξεις

σχάρα ποδηλάτου, σχάρα ψησίματος, σχάρα καλαμάκι, σχάρα βουλιαγμένη, σχάρα για τζάκι, σχάρα λεμόνι, σχάρα καλάθι hermes, σχάρα παρατήρησης, σχάρα αυτοκινήτου οροφής, σχάρα οροφής