lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σύρμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
needle, wire, wiry
σύρμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
drát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
draht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
spile, tråd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alambre, hilo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fil, filé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
filo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spile, tråd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
провод, проволока, проволочный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spole, sticka, tråd
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жица
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дрот, нiтка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lanka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
drót, huzal
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
laidas, viela
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arame, filo, fio
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
drôt
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дріт, проволока, провід
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
druciany, drut

Σχετικές λέξεις

σύρμα περίφραξης, σύρμα αλουμινίου, σύρμα περιέλιξης, σύρμα αρζαντό, σύρμα αποκόλλησης, σύρμα και χάντρα, σύρμα χειροτεχνίας, σύρμα νο 17, σύρμα κουρτίνας, σύρμα περιελίξεων