lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τίτλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
captain, caption, eponymous, front-page, style, title, tutu
τίτλος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nárok, název, titul, titulek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prädikat, titan, titel, überschrift
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
overskrift, titel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabecera, dictado, rótulo, tratamiento, título
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agrégé, en-tête, intitulé, pites, qualification, titre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intestazione, qualifica, titolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overskrift, tittel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заглавие, заглавный, заголовок, звание, название, титул, титульный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rubrik, titel, överskrift
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
титла
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
загаловак, званне, тытул
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pealkiri
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
otsake, otsikko, titteli
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
cím
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pavadinimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cabeçalho, epígrafe, nunciatura, rótulo, título
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вишикувати, вишикуватися, градус, гідність, достоїнство, заголовок, звання, категорія, клас, класифікувати, міра, назва, норма, оцінити, оцінювати, потужність, пропорція, ранг, розглядати, розглянути, розряд, розцінка, ряд, ставка, ступінь, тариф, титул, швидкість, шикувати, шикуватися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tytuł, tytułowy

Σχετικές λέξεις

τίτλος κτήσης, τίτλος πτυχίου, τίτλος κτήσης υπηρεσιών, τίτλος κτήσης υπόδειγμα, τίτλος σπουδών, τίτλος ιδιοκτησίας, τίτλος συνώνυμα, τίτλος σπουδών english, τίτλος κτήσης απόδειξη δαπανών, τίτλος κτήσης απόδειξη δαπάνης