lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τεντώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exert, flex, strain, stretch, tauten, tense, tensest, tighten
τεντώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
napnout, napínat, natáhnout, roztáhnout, vypnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anspannen, anstrengen, einspannen, spannen, straffen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
anstrenge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esforzar, tensar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bander, tendre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aguzzare, allungare, tendere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anspenne, anstrenge, spenna, spenne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
напрягать, напрячь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spänna, strama, åtstrama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jännittää, ponnistaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
feszít
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estacar, esticar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
napinać, naprężyć, wytężać

Σχετικές λέξεις

τεντώνω συνώνυμα, τεντώνω στα αγγλικα, τεντώνω συνώνυμο