lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τεχνική

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clustering, engineering, technique, technology
τεχνική
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
technický, technika
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
technik, technologen, technologie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ingeniørfag, teknik, teknologi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tecnología, técnica
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mécanisme, technique, technologie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tecnica, tecnologia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teknikk, teknologi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
техника, технология
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
teknik, teknologi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
техника
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
тэхналогія, тэхніка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tehnika, tehnoloogia
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tekotapa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tehnika, tehnologija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
technika, technológia
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
inžinerija, technika, technologija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tecnologia, técnica
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
technológia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
методика, механізм, ноу-хау, технологія, техніка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
technika, technologia

Σχετικές λέξεις

τεχνική ολυμπιακή, τεχνική εκπαιδευτική, τεχνική στήριξη, τεχνική εκπαίδευση, τεχνική ανάλυση, τεχνική ντεκουπάζ, τεχνική υποστήριξη οτε, τεχνική συγγραφή υποχρεώσεων, τεχνική decoupage, τεχνική κολύμβηση