lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τηγανίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
broil, frizzle, fry, grill, roast
τηγανίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
grilovat, opékat, osmažit, pečínka, pražený, pražit, péci, smažit, upražit, upéci, usmažit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
backen, braten, rösten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stege
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asar, freír
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brasiller, confire, cuire, frire, griller, rôti, rôtir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrostire, arrosto, friggere, soffriggere, tostare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brenne, stek, steka, steke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жарить, зажарить, изжарить, поджаривать, поджарить, прожарить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
steka
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паліць, пражыць, прэгчы, скварыць, смажыць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
küpsetama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korventaa, käristää, kärventää, paahtaa, paistaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kuhati, peći, pečenje, pržiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kirántani, kisütni, megpirít, megsüt, megsütni, sült, süt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assar, freio, frigir, fritar, torrar, tostar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виконайтеся, вчинити, вчиняти, жарити, завивка, зайнятися, зробити, робити, смажити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przysmażyć, smażyć, usmażyć

Σχετικές λέξεις

τηγανίζω ονειροκρίτης