lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τιθασεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
domesticate, tame
τιθασεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krotit, ochočit, zkrotit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vertraut, zähmen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
domesticere, tremme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acostumbrar, amansar, domar, domesticar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoutumer, apprivoiser, domestiquer, dompter, familiariser, habituer, priver
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
addomesticare, ammansire, domare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
domestisere, temme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
одомашнивать, осваивать, освоить, прикормить, приручать, приручить, приучать, приучить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tämja
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
асвоіць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kesyttää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elsajátítani, megszelídíteni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amansar, domar, domesticar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засвоїти, освоїти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obłaskawiać, oswajać, oswoić

Σχετικές λέξεις

τιθασεύω ετυμολογία, τιθασεύω συνώνυμα