lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τουφέκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amalgamation, blunderbuss, fusion, gat, gun, harquebus, matchlock, merger, rifle, shotgun, thread
τουφέκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
arkebuza, fúze, hákovnice, kulovnice, puška, roztavení, ručnice, sjednocení, sloučení, splynutí, tavení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
büchse, flinte, fusion, geschütz, gewehr, handbüchse, infusion, verschmelzung, zusammenschluss
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gevær, karabin, riffel, rigle, skydevåben
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arcabuz, carabina, escopeta, fusil, fusión, rifle
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arquebuse, carabine, fileter, fusiforme, fusil, fusion, mitrailleuse, rayer, tarauder
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carabina, filettare, fucile, fusione, schioppo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
børse, bøssa, fusjon, gevær, haglebørse, karabin, rifle, sammensmelting
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
винтовка, нарезать, орудие, ружьё
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bössa, gevär, räffla
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushkë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вінтоўка, стрэльба
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
püss, vintpüss
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
fuusio, kivääri, pyssy, rihlata, sulatus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fuzija, puška, spajanje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fúzió, karabély, lőfegyver, puska
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
šautuvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carabina, espingarda, fuzil, rifle
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
puška
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
puška
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гвинтівка, рушниця
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
fuzja, gwintować, karabin, rusznica, strzelba

Σχετικές λέξεις

τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι του 1821, τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι βικιπαίδεια, τουφέκι αγγλικά, αεροβόλο τουφέκι, παλιό τουφέκι, τυφέκιο fn