lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τρέχω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dart, dash, flee, fly, hasten, hurry, jog, pelt, quickness, run, rush, scurried, scurry, skitter, speed, sprint
τρέχω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
běhat, běžet, hnát, letět, lovit, létat, utíkat, zahnat, závodit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fliegen, gejagt, gelaufen, jagen, laufen, nachlaufen, rasen, rennen, sausen, sprengen, treiben, zufliegen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
buse, fare, flygte, flyve, fylke, ile, løbe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
andar, arrear, correr, funcionar, marchar, volar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bicher, chasser, courir, distiller, décarcasser, galoper, marcher, tricoter, voler
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
correre, funzionare, volare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
buse, driva, drive, fare, flyge, fosse, fyke, ile, jaga, løpa, løpe, mota, springa, susa
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бегать, летать, лететь, мчать, уносить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
buse, driva, fare, flyga, jaga, kila, löpa, löpe, mota, rena, ränna, springa, susa
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fluturoj, vrapoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бягам, тичам
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бегаць, хадзiць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lendama, lennutama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
astella, kiitää, lentää, metsästää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
letjeti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fut, futni, gondolatjel, hajtani, repülni, szaladgálni, szállni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skraidinti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andar, correr, funcionar, marchar, voar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
zbura
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
leteti
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
lietať, spustiť
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
biegać, lecieć, pędzić

Σχετικές λέξεις

τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω συνώνυμα, τρέχω για την κατερίνη, τρέχω για την κατερίνη 2013, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω αρχικοί χρόνοι, παρέχω συνώνυμο, τρέχω στα αρχαία, τρέχω αρχαία, παρέχω κλίση