lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τριαντάφυλλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blushing, erysipelas, pink, rose, rose-coloured, rosy, ruddy
τριαντάφυλλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
růže, růžice, růžový
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rosa, rose, rosig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ros, rosa, rose, rosen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rosa, rosado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rose, rosier, rosé, rosę, rougette, érysipèle, érésipèle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rosa, rosato, roseo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ros, rosa, rose, rosen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роза, розовый, румян
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ros, rosa, rose, rosen, skär
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trëndafil
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роза
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ружа, ружавы, ружовы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
roos, roosa
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruusu, ruusuinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ruža, ružičast
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
rózsa, rózsaszín, rózsás, vadrózsa
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
rožė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cor-de-rosa, rosa, rosado, rosal
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гвоздика, квітучий, рожа, рожевий, роза, ружа, соромливий, троянда, трояндовий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
róża, różowy

Σχετικές λέξεις

τριαντάφυλλο στο στήθος, τριαντάφυλλο στο στήθος στίχοι, τριαντάφυλλο μηταφίδη, τριαντάφυλλο ονειροκρίτης, τριαντάφυλλο της νοστιμιάς, τριαντάφυλλο αλμπάνη, τριαντάφυλλο της νοστιμιάς στη στοά της λέκκα, τριαντάφυλλο hip, τριαντάφυλλο ιδιότητες, τριαντάφυλλο γκολέμη