lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τριφύλλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clover, shamrock, trefoil
τριφύλλι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jetel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klee
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
firkløver, kløver, trekløver
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trébol
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trèfle
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
firkløver, kløver, trekløver
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клевер
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fyrklöver, klöver, treklöver, väppling
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
детелина
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
канюшына
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ristik, ristikhein
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
lóhere
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dobilas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trevo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конюшина, конюшину
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
koniczyna

Σχετικές λέξεις

τριφύλλι ladino, τριφύλλι στα αγγλικά, τριφύλλι φυτό, τριφύλλι σπορά, τριφύλλι αλεξανδρινό, τριφύλλι διχόνδρα, τριφύλλι ladino τιμή, τριφύλλι trifolium repens, τριφύλλι έρπον, τριφύλλι γκαζόν