lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναταραχή στα τσεχική

Λέξη:
αναταραχή (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
agitace, buzení, chod, dráždění, hnutí, míchání, navádění, nepokoj, návrh, pobouření, pobuřování, podněcování, podrážděnost, podráždění, pohyb, povzbuzení, pozdvižení, rozruch, rozrušení, ruch, vzruch, vzrušení, zmatek, zmítání
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αναταραχή, αναταραχή φύλου, αναταραχή συνώνυμο, αναταραχή στις τράπεζες – καταθέτες τραβάνε χρήματα, αναταραχή αγγλικά, αναταραχή στα τσεχική, agitace στα ελληνικά
αναταραχή στα τσεχική