lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανθεκτικός στα τσεχική

Λέξη:
ανθεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
jankovitý, odbojný, odolný, odporující, ohnivzdorný, otužilý, pevný, stálý, vytrvalý, vzdorovitý, vzdorující, vzpurný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανθεκτικός, ανθεκτικόσ συνώνυμο, ανθεκτικός συνώνυμα, ανθεκτικός σταφυλόκοκκος, ανθεκτικός στα αγγλικά, ανθεκτικός παρθενικός υμένας, ανθεκτικός στα τσεχική, jankovitý στα ελληνικά
ανθεκτικός στα τσεχική