lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιγράφω στα τσεχική

Λέξη:
αντιγράφω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
imitovat, kopírovat, naordinovat, napodobit, napodobovat, nařídit, obkreslit, obtisknout, odkoukat, okopírovat, opisovat, opsat, padělat, předepsat, předstírat, přepsat, reprodukovat, rozmnožit, stanovit, transkribovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αντιγράφω, πως αντιγράφω, αντιγράφω προστακτική, αντιγράφω αντέγραψε, αντιγράφω στα τσεχική, imitovat στα ελληνικά
αντιγράφω στα τσεχική