lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδέχομαι στα τσεχική

Λέξη:
αποδέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (33):
adoptovat, akceptovat, ctít, dodržet, dostat, dostávat, dovolit, dovolovat, honorovat, hostit, najmout, najímat, obdržet, osvojit, pohostit, pozdravit, proplatit, předpokládat, převzít, přijmout, přijímat, připouštět, připustit, přivítat, schválit, souhlasit, uctít, ujímat, uvítat, uznat, zaplatit, zaujmout, získat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποδέχομαι, αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμο, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι στα τσεχική, adoptovat στα ελληνικά
αποδέχομαι στα τσεχική