lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα τσεχική

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
dotírat, dráždit, hněvat, mořit, mrzet, mučit, ničit, nudit, obtěžovat, otravovat, ponížit, sekýrovat, soužit, sužovat, trmácet, trápit, trýznit, týrat, unavit, unavovat, zavalit, zlobit, znepokojovat, škádlit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βασανίζω, βασανίζω στα τσεχική, dotírat στα ελληνικά
βασανίζω στα τσεχική