lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δανείζω στα τσεχική

Λέξη:
δανείζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (4):
poskytnout, půjčit, půjčovat, zapůjčit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δανείζω, ονειροκρίτης δανείζω, εγώ δανείζω, δανείζω χρήματα, δανείζω συνώνυμο, δανείζω ρήμα, δανείζω στα τσεχική, poskytnout στα ελληνικά
δανείζω στα τσεχική