lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαβιβάζω στα τσεχική

Λέξη:
διαβιβάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (18):
doručit, odevzdat, odložit, podat, postoupit, přecházet, předat, přejet, přejít, překračovat, překročit, přenášet, přenést, svěřit, tradovat, uložit, vysílat, zmocnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διαβιβάζω, διαβιβάζω στα αγγλικά, διαβιβάζω ορισμός, διαβιβάζω μετάφραση στα αγγλικά, διαβιβάζω italiano, διαβιβάζω english, διαβιβάζω στα τσεχική, doručit στα ελληνικά
διαβιβάζω στα τσεχική