lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διευρύνω στα τσεχική

Λέξη:
διευρύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
prodloužit, prodlužovat, přehánět, rozkládat, rozložit, rozprostírat, rozpínat, roztáhnout, rozvádět, rozšiřovat, rozšířit, zvětšit, šířit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διευρύνω, διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω συνώνυμο, διευρύνω στα αγγλικά, διευρύνω μεταφραση, διευρύνω λεξικο, διευρύνω στα τσεχική, prodloužit στα ελληνικά
διευρύνω στα τσεχική